λουτεοτροπίνη

λουτεοτροπίνη
η
(βιοχ.) η ωχρινοτροπίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωχρινοτροπίνη — η, Ν (βιοχ. φυσιολ.) ουσία υποφυσιακής προέλευσης, που έχει γοναδοτροπική δράση, αλλ. λουτεοτροπίνη ή ωχρινοτρόπος ορμόνη ή προλακτίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. luteotropin < λατ. luteus «κίτρινος» + tropin (πρβλ. τροπίνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”